-
1 πήχυιος
πήχυιος, auch πήχυος, = Vorigem; πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.
-
2 πήχυιος
πήχυιος, πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, 'eine Spanne Zeit' sagen wir -
3 πήχυιος
A = πηχυαῖος, βόθρος A.R.3.1207 ; π. χρόνος ' but a span', Mimn.2.3 ; ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα projecting for the space of a cubit, A.R.1.379 (wrongly expld. as = τροπωτήρ by EM671.8).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήχυιος
См. также в других словарях:
πήχυιος — υία, ον, Α 1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» ελάχιστος χρόνος, Μίμν.) 3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα»… … Dictionary of Greek